ρωπικός

ρωπικός
-ή, -ό / ῥωπικός, -ή, -όν, ΝΑ [ῥῶπος]
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αποτελείται από μικρά και ευτελή πράγματα
2. (το ουδ. πληθ. ώς ουσ.) τα ρωπικά και τὰ ῥωπικά
μικρά και ευτελή πράγματα, μικροαντικείμενα, μικροεμπορεύματα, ψιλικά
αρχ.
1. (για πράγμ.) αυτό που έχει επιφανειακή μόνο αξία, ευτελές, ασήμαντο («αἱ δὲ τὸ δῶρον ῥωπικόν», Ανθ. Παλ.)
2. (για πρόσ. και ιδίως για συγγραφέα) αυτός που ασχολείται με την περιγραφή ασήμαντων λεπτομερειών («ἦν δὲ ψευδεπίγραφος καὶ ῥωπικός», Πολ.)
3. (το ουδ. ώς ουσ.) τὸ ῥωπικόν
η ευτελής και άτεχνη διακόσμηση τού λόγου (ἐποκέλλοντες δὲ καὶ εἰς ῥωπικὸν καὶ κακόζηλον», Λογγίν.)
4. φρ. «ῥωπικά γράψασθαι» — το να ζωγραφίζει κανείς ευτελή, τιποτένια πράγματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ῥωπικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥωπικά — ῥωπικός of neut nom/voc/acc pl ῥωπικά̱ , ῥωπικός of fem nom/voc/acc dual ῥωπικά̱ , ῥωπικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥωπικῶν — ῥωπικός of fem gen pl ῥωπικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥωπικόν — ῥωπικός of masc acc sg ῥωπικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”